σπαθί

σπαθί
Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε δύο όπλα, το «ξίφος» και τη «σπάθη», που ουσιαστικά συγχέονται μεταξύ τους γι’ αυτό και δεν υπάρχει μεταξύ τους σαφής διάκριση. Γενικά «ξίφη» λέγονται εκείνα που είναι τροχισμένα και από τις δύο κόψεις και προορίζονται κυρίως για να τρυπούν ενώ η «σπάθη» είναι τροχισμένη μόνο από τη μια κόψη και έχει προορισμό να κόβει. Τα σπαθιά πρωτοεμφανίστηκαν στην τελευταία φάση της προϊστορίας, όταν ο άνθρωπος άρχισε να κατεργάζεται τα μέταλλα. Κάθε σπαθί έχει λαβή με προφυλακτήρα. Παλιότερα επρόκειτο για ένα απλό κομμάτι σίδερο αλλ’ αργότερα πήρε το σχήμα κοχυλιού ή ημισφαίριου, για να προφυλάγεται καλύτερα το χέρι του πολεμιστή. Στην Ευρώπη, τα σπαθιά παρουσιάστηκαν από τα μέσα της εποχής του χαλκού, δηλαδή κατά το 16o π.Χ. αι. Στην αρχή ήταν όπλο μόνο για τρύπημα, του οποίου η λάμα διέφερε από εκείνη του εγχειριδίου μόνο ως προς το μήκος. Στη νεώτερη εποχή του χαλκού (1300 - 1100 π.Χ.) το σπαθί έγινε όπλο και για κόψιμο, κυρίως μετά την εμφάνιση του ιππικού. Η λάμα τότε, που στην αρχή ήταν τριγωνική, έγινε μακρύτερη και δυνατότερη. Χαρακτηριστική της περιόδου αυτής ήταν η δίκοπη σπάθα που διαδόθηκε σ’ όλη την ήπειρο. Στην αρχαία Ελλάδα τα ξίφη ήταν σε χρήση από τα ομηρικά χρόνια και συνήθως είχαν λαβές με πολύτιμες διακοσμήσεις. Τα σπαρτιάτικα ήταν κοντά, όπως και τα ρωμαϊκά. Μόνο κατά τον 4o μ.Χ. αι. οι ρωμαϊκές λεγεώνες εφοδιάστηκαν με μακριά ξίφη. Στο Μεσαίωνα κατασκευάστηκαν μακρύτερα και βαρύτερα σπαθιά, που συχνά είχαν κατά μήκος μιαν αυλάκωση που ελάττωνε το βάρος τους. Μεταξύ του 14ου και του 16ου αι. συνηθιζόταν το πολύ μυτερό ξίφος. Κατά την Αναγέννηση η λαβή εφοδιάστηκε με προφυλακτήρα, που είχε συχνά καλλιτεχνικές γλυφές και διακοσμήσεις από πολύτιμα μέταλλα και πέτρες. Από το 17o αι., η αξία του σπαθιού ως επιθετικού και αμυντικού όπλου μειώθηκε και θεωρείται απλό κόσμημα της στρατιωτικής στολής. Χρησιμοποιείται ωστόσο στο άθλημα της ξιφομαχίας. Γαλλικό σπαθί του 13ου αι. (Μουσείο του Στρατού, Παρίσι). Λαβές γερμανικών σπαθιών του 18ου αι. (Μουσείο Ράιλεντζ, Μόναχο).
* * *
το, / σπαθίον, ΝΜΑ, και σπαθί Μ, και σπάθιον ΜΑ
νεοελλ.
1. στρ. όπλο με πλατύ και μακρύ έλασμα, κοφτερό από τη μια πλευρά, η σπάθη
2. (αθλ.) το όπλο τής ξιφασκίας, το ξίφος
3. χαρτί τράπουλας που έχει ως διακριτικό τρίφυλλα μαύρα σήματα (α. «άσσος σπαθί» β. «ντάμα σπαθί»)
4. (στο παιχνίδι τής πασέτας) το φύλλο με το οποίο γίνεται το κόψιμο τής τράπουλας
5. φρ. α) «τό πήρε [ή τό κέρδισε] με το σπαθί του» — λέγεται όταν κάποιος αποκτά ή κατορθώνει κάτι μόνος του, χωρίς τη βοήθεια τών άλλων
β) «κόβει το σπαθί του» — έχει πολλά και ισχυρά μέσα
γ) «είναι σπαθί» — λέγεται για άνθρωπο φερέγγυο, με ακέραιο χαρακτήρα
δ) «είναι σπαθί ξεγυμνωμένο» — είναι πολύ οργισμένος
ε) «το πρόσωπο τού ανθρώπου είναι σπαθί» — η αυτοπρόσωπη παρουσία φέρνει άμεσα αποτελέσματα
στ) «βάζω σπαθί» — κατατάσσομαι στον στρατό
μσν.-αρχ.
1. μικρή σπάθη
2. (στον τ. σπάθιον) βλαστάρι
3. έλασμα γλυφάνου
αρχ.
1. μαχαίρι, κοπίδι
2. μικρή λεπίδα σε μηχανή
3. μέτρο χωρητικότητας («ἐλαίου σπαθίον ἓv ἐσφραγισμένον», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σπαθί(ο)ν < αρχ. σπάθιον, υποκορ. τού σπάθη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπαθί — το 1. ξίφος: Ζώστηκε το σπαθί του. 2. μτφ., «Θα πετύχει με το σπαθί του», με τις δικές του δυνάμεις, με την αξία του. 3. χαρτί της τράπουλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπαθί — σπαθίς spatula fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος …   Dictionary of Greek

  • σπάθη — η, ΝΜΑ, και σπάδη Α 1. μικρό εργαλείο που χρησιμοποιείται, για την ανάμιξη διαφόρων υλικών και ουσιών, κν. σπάτουλα 2. ο μίσχος άνθους ή το στέλεχος κλάδου («τόξα δὲ εἶχον ἐκ φοίνικος σπάθης πεποιημένα», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. σπαθί 2. (στρ. αθλ.)… …   Dictionary of Greek

  • Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • Τερέντιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με σπαθί, μαζί με τη σύζυγό του Νεουίλη και τα παιδιά του Βήλη, Ευνίκη, Θεόδουλο, Ιέρακα, Νιτά, Σάρβιλο και Φώτιο ή Φωτά. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Οκτωβρίου. 2. Καταγόταν από την Αφρική.… …   Dictionary of Greek

  • Spatha — Roman era reenactor holding a Deepeeka Late Roman Spatha The spatha was a type of straight sword, measuring between 0.75 and 1 m (30 and 39 in),[dubious – discuss …   Wikipedia

  • δαμασκί — και διμισκί, το 1. (για χρώμα) το δαμασκηνί 2. φρ. «δαμασκί σπαθί» σπαθί κατασκευασμένο από δαμασκηνό χάλυβα και διακοσμημένο με δαμασκήνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαμασκί < Δαμασκός, ονομασία τής πρωτεύουσας τής Συρίας, ενώ ο τ. διμισκί < τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 …   Dictionary of Greek

  • κοντόσπαθο — το κοντό σπαθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + σπαθο (< σπαθί), πρβλ. ασημό σπαθο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”